βαρβαρισμός

βαρβαρισμός
ο (AM βαρβαρισμός) [βαρβαρίζω]
η χρησιμοποίηση εσφαλμένων τύπων λέξεων [«μιᾱς λέξεως κακία ὁ βαρβαρισμός, ἐπιπλοκῆς δε λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός» (βαρβαρισμός = γραμματικό σφάλμα, σολοικισμός = συντακτικό σφάλμα) (Απολλ. Δύσκολος)]
νεοελλ.
βάρβαρη συμπεριφορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαρβαρισμός — use of a foreign tongue masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρισμός — ο η με γραμματικά σφάλματα χρήση μιας γλώσσας: Ο λόγος του έχει τόσους βαρβαρισμούς που προδίδουν την ανύπαρκτη παιδεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρβαρισμοῖς — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρισμοί — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρισμοῦ — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρισμούς — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρισμῶν — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρισμῷ — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρισμόν — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Barbarismus — (aus gleichbed. griech. βαρβαρισμός zu βάρβαρος, bárbaros: „der Fremde, Barbar“) wird verwendet: in der antiken Rhetorik für die Falschschreibung oder falsche Verwendung eines Wortes, siehe Metaplasmus zuweilen in der Literaturwissenschaft für… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”